υπερερμηνευτική

υπερερμηνευτική
η, Ν
υπερβολική χρήση τής ερμηνευτικής για την ανεύρεση αλληγορικών εννοιών σε θρησκευτικά ιδίως κείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + ερμηνεντική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”